ἱππουρεύς

ἱππουρεύς
ἱππουρ-εύς, έως, ,
A = ἵππουρος, Hices. ap. Ath.7.304c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιππουρεύς — ἱππουρεύς, ὁ (Α) 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. το έντομο ίππουρος …   Dictionary of Greek

  • ἱππουρεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππουρεῖς — ἱππουρεύς masc acc pl ἱππουρεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππουρέα — ἱππουρέᾱ , ἱππουρεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”