- ἱππουρεύς
- ἱππουρ-εύς, έως, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππουρεύς — ἱππουρεύς, ὁ (Α) 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. το έντομο ίππουρος … Dictionary of Greek
ἱππουρεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππουρεῖς — ἱππουρεύς masc acc pl ἱππουρεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππουρέα — ἱππουρέᾱ , ἱππουρεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)